ογδόντα

ογδόντα
και ογδοήντα και ογδοήκοντα, οι, τα (ΑΜ ὀγδοήκοντα, Μ και ὀγδοήντα, Α ιων. και δωρ. τ. ὀγδώκοντα και ὀδώκοντα, οἱ, αἱ, τά)
(απόλ. αριθμτ. άκλ.) αριθμός ή ποσότητα που αποτελείται από οκτώ δεκάδες, 80
αρχ.
(το αρσ.) οἱ ὀγδοήκοντα
βουλευτικό σώμα στο Άργος αποτελούμενο από 80 πολίτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το απόλυτο αριθμητικό ογδοήκοντα αντί του αναμενόμενου *οκτώκοντα (πρβλ. λατ. octōginta, αρμ. ut΄sun, αρχ. ιρλδ. ochtmogo) έχει σχηματιστεί πιθ., κατά το ἑβδομήκοντα (βλ. λ. επτά) < θ. τού τακτικού αριθμού ὄγδο-ος* + -η-κοντα (πρβλ. εξ-ήκοντα, πεντ-ήκοντα). Ο ομηρ. και ιων. τ. (γ)δώκοντα είναι πιθανότερο να έχει σχηματιστεί από το ὀγδοήκοντα με συναίρεση παρά αναλογικά προς το ὀκτώ. Ο τ. ὀγδοήντα < ὀγδοήκοντα (πρβλ. εβδομήντα < εδδομήκοντα, εξήντα < εξήκοντα), ενώ ο τ. ογδόντα < ογδοήντα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ογδόντα — (αριθμ. απόλυτο), ποσότητα από 80 μονάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ογδοηκονθήμερος — η, ο (Μ ογδοηκονθήμερος, ον) 1. αυτός, που διαρκεί ογδόντα μέρες ή αποτελείται από ογδόντα μέρες 2. το ουδ. ως ουσ. το ογδοηκονθήμερο(ν) χρονικό διάστημα ογδόντα ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοήκοντα + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. πενθ ήμερος] …   Dictionary of Greek

  • ογδοηκοντούτης — θηλ. ογδοηκοντούτις, ουδ. ογδοηκοντούτες, και ογδοηκονταετής, ές (ΑΜ ὀγδοηκοντούτης, ες, θηλ. και ὀγδοηκοντοῡτις, ιδος, Α και ὀγδωκοντ[α]έτης και ογδωκοντούτης, ες και ιων. τ. ὀγδοηκονταετής, ες) αυτός που έχει ηλικία ογδόντα ετών, ογδοντάρης… …   Dictionary of Greek

  • ογδοηκοστός — ή, ό (Α ὀγδοηκοστός, ή, όν) (τακτικό αριθμτ.) αυτός που φέρει κατά αριθμητική σειρά τον αριθμό ογδόντα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ογδοηκοστό καθένα από τα ογδόντα ίσα μέρη ενός όλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοήκο ντα + στός (πρβλ. εβδομηκο στός, εξηκο… …   Dictionary of Greek

  • ογδοντάδα — και ογδοηκοντάδα, η (ΑΜ ὀγδοηκοντάς, άδος) σύνολο ή ποσό αποτελούμενο από ογδόντα μονάδες, το οποίο λαμβάνεται ως μία ολότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀγδοηκοντάς, άδος < ὀγδοήκοντα, ενώ ο νεοελλ. τ. ογδοντάδα < ογδόντα (πρβλ. πεντ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • ογδονταριά — και ογδοηνταριά, η [ογδόντα] φρ. «καμιά ογδονταριά» περίπου ογδόντα …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • Chilio — Griechische Zahlwörter, die zumeist über das Lateinische aus dem Altgriechischen vermittelt wurden, sind wie griechische Präpositionen Wortbestandteil vieler deutscher und internationaler Fach und Lehnwörter. Zur Zahlenschreibung der antiken… …   Deutsch Wikipedia

  • Dodeka — Griechische Zahlwörter, die zumeist über das Lateinische aus dem Altgriechischen vermittelt wurden, sind wie griechische Präpositionen Wortbestandteil vieler deutscher und internationaler Fach und Lehnwörter. Zur Zahlenschreibung der antiken… …   Deutsch Wikipedia

  • Eikosa — Griechische Zahlwörter, die zumeist über das Lateinische aus dem Altgriechischen vermittelt wurden, sind wie griechische Präpositionen Wortbestandteil vieler deutscher und internationaler Fach und Lehnwörter. Zur Zahlenschreibung der antiken… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”